ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αστενάρης (επίθ.) ασθενάρης [asθeˈnaris] Φερτάκ. αστενάρ' [asteˈnar] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. αστινάρ' [astiˈnar] Ουλαγ., Σεμέντρ. ’στανι-έρη [staniˈeri] Φάρασ. 'στανιέρη [staˈɲeri] Τσουχούρ., Φάρασ. 'στανιέρ' [staˈɲer] Φάρασ. Πληθ. αστενάρια [asteˈnarʝa] Μισθ. αστενάρα [asteˈnara] Μαλακ. 'στανιέροι [staˈɲeri] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. ἀσθενάριος = αδιάθετος, άρρωστος, το οπ. από το αρχ. επίθ. ἀσθενής και το παραγωγ. επίθμ. -άριος. Για τους τύπους με -ερ- βλ. λ. -άρης. Ο τύπ. με 'σταν- με ανομ. [e-e > a-e] (Gregoire 1909: 151).
1. Aσθενής, άρρωστος ό.π.τ. : Αμά τσ̑ι κοιμάσαι; Aν είσαι αστενάρ', ας φέρουμ' το χεκίμ' (Μα τι κοιμάσαι; Αν είσαι άρρωστος, να φέρουμε τον γιατρό) Τελμ. -Dawk. Να πάου σου χασταχανά να ρανήσου ντ' αστενάρ' (Θα πάω στο νοσοκομείο να δω τον ασθενή) Μισθ. -Κοτσαν. Τσείμι αστενάρ' (Είμαι άρρωστος) Μισθ. -Κοτσαν. Έβαζε τ’ αστενάρ' τα πράδια τ’ μες σο ζεστό νερό και σκέπαζαμ' το καλά καλά με το γιοργάν'· τετελέdιζε και γούλτωνε (Έβαζε ο άρρωστος τα ποδάρια του μέσα στο ζεστό νερό και τον σκεπάζαμε καλά καλά με το πάπλωμα· ίδρωνε και γλύτωνε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κειότον ένα φσ̑άχ' αστενάρ' (Ένα παιδί ήταν άρρωστο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Η επέ μου, ς μα’ μου η μα’, ήτουν 'στανιέρη τζαι α βτομάδα νε ’νεκρούτουν νε κατσεύκιν νε τρώνκιν (Η γιαγιά μου, η μάνα της μαμάς μου, ήταν άρρωστη και μιά βδομάδα μήτε άκουγε μήτε μιλούσε μήτε έτρωγε ) Φάρασ. -Παπαδ. Περυτό να διεις· ούλα μας ήταμεστε αστενάρα (Πυρετό να δεις· όλοι μας ήμαστε άρρωστοι) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ντέ 'νι καλά, αστενάρ' 'νι (Δεν είναι καλά, είναι άρρωστη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Ντεν έριδι; Αστενάρ 'νι; (Δεν έρχεται; Είναι άρρωστος;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντέ 'νι καλό ιτό 'ου πρόγαδου, αστενάρ', γιαούτ' ντε γεννά, ξέρω 'γώ τι, σάγιξά ντα (Δεν είναι καλό αυτό το πρόβατο, άρρωστο ή ούτε γεννάει, ξέρω 'γώ τι, το έσφαξα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σα αστεναρια ούλα ογώ λέου: «Ισύ τι όργου χιωρείς;» (Σε όλους τους ασθενείς εγώ λέω: «Εσύ τι δουλειά κάνεις;») Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Του τζ̑ο ’αρὐται το στανι-έρη 'φήνει το ποσ̑άτσ̑ι τσ̑αι σ̑ένει σην μπροστσ̑έφα (Ο άρρωστος που δεν βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο˙ Για όποιον εγκαταλείπει μιά δουλειά όταν βλέπει ότι δεν προχωράει όπως θα ήθελε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. τσουρούκι, χασταλούς :1, χαστάς :1
2. Ασθενικός Γούρδ. : Εκείνο το παιρί που έρχεται φαίνεται πολύ ασθενάρ' (Εκείνο το παιδί που έρχεται φαίνεται πολύ ασθενικό) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. παθιάρης