ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λιαρούτσικος (επίθ.) ’αρούσ'κο [ˈarusko] Φάρασ. Από το επίθ. λιαρός, όπου και τύπ. ’αρός, και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
1. Υγιής Φάρασ.
2. Ζωντανός : Τα περντίτσ̑ε πιένκαμ’ ντα ’αρούσ’κα (Τα περδίκια τα πιάναμε ζωντανά) Φάρασ. -Ανδρ.