λιαρούτσικος
(επίθ.)
’αρούσ'κο
[ˈarusko]
Φάρασ.
Από το επίθ. λιαρός, όπου και τύπ. ’αρός, και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
1. Υγιής
Φάρασ.
2. Ζωντανός
:
Τα περντίτσ̑ε πιένκαμ’ ντα ’αρούσ’κα
(Τα περδίκια τα πιάναμε ζωντανά)
Φάρασ.
-Ανδρ.