ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λιαρώνω (ρ.) λαρών-νου [laˈronnu] Σίλ. λιαρώνω [ʎaˈrono] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ποτάμ., Τσαρικ., Φλογ. λιαρώνου [ʎaˈronu] Δίλ., Μισθ. γιαρώνω [ʝaˈrono] Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ. 'αρώνω [aˈrono] Φάρασ. Αόρ. λάρουσα [ˈlarusa] Σίλ. λιάρωσα [ˈʎarosa] Αξ. λιάρουσα [ˈʎarusa] Μαλακ., Μισθ. Παθ. 'αρούμαι [aˈrume] Φάρασ. Παθ. 'αρώθα [aˈroθa] Φάρασ. Προστ. 'αρώθου [aˈroθu] Φάρασ. Από το νεότ. ρ. λαρώνω = κάνω κάποιον να ηρεμήσει, καθησυχάζω (Mackridge 2021: 64), το οπ. από το μεσν. ρ. ἱλαρώνω < μεταγν. ἱλαρόω-ῶ = κάνω κάποιον να ευθυμήσει (πβ. Αραβαντινός (1909: 56). Κατά τον Καρολ. από το ρ. ἀρόω-ῶ= θεραπεύω. Κατά τον Χατζιδάκι (1900: 485) από το επίθ. ὑγιηρός. Η λ. και Πόντ. με τον τύπ. λαρώνω. Πβ. λιαρός
1. Μτβ., θεραπεύω κάποιον Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. : Ντρἀντ’σα το καλά και λιάρωσα το (Τον φρόντισα καλά και τον θεράπευσα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Άι Βαρβάρα, να σι ντώκουμ’ λάι, μανάλια, τσ̑ι να μας λιαρώεις (Αγία Βαρβάρα, να σου δώσουμε λάδι, λαμπάδες και να μας κάνεις καλά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ηύρε ένα σ̑ισ̑έ μασ̑λιάμ, γιαβλάτ’σ̑εν ντο σο γουργούι τ’, και γιάρωσε (Βρήκε ένα φιαλίδιο με φάρμακο, του άλειψε το λαιμό με αυτό, τον θεράπευσε) Γούρδ. -Dawk. 'ενότουν χεκίμης τζ̑αι 'αρώνκεν του χωρού τα 'στανιέρα̈ (Έγινε γιατρός και θεράπευε τους αρρώστους του χωριού) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ους να σι λιαρώσου χάρτσιψα όλου μ’ ντου μάλ’ (έως ότου σε κάνω καλά ξόδεψα όλη μου την περιουσία) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Του κόφτει το μασ̑αίρ' 'αρούται, του κόφτει η γουώσσα τζ̑ο 'αρούται (Ό,τι κόβει το μαχαίρι θεραπεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δεν θεραπεύεται˙ τα κακά λόγια είναι πιο επικίνδυνα από τις κακές πράξεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιανίσκω :1, ορθώνω
β. Κατ' επέκτ., επαναφέρω στη ζωή, ανασταίνω Μισθ., Φάρασ. : Του κουρίτσ̑’ μι dου μαχαίρ’ έκοψι του τσ̑ιράγ̇ι τ’· μι dου λερό, έσ̑υρεν dου απάνου τ’, γιάρωσι (Το κορίτσι με το μαχαίρι έσφαξε τον υπηρέτη της· με το μαγικό νερό, που το έχυσε πάνω του, τον ανάστησε ) Μισθ. -Dawk. ‘αρώθη το φσ̑άχι (Αναστήθηκε το παιδί ) Φάρασ. -Dawk. Έφσαξαν τη ναίκα του τσ̑αι dα δύο, φύσησέν dα, τζ̑ο ’αρώθη (Έσφαξαν τις γυναίκες τους και οι δύο, τις φύσηξαν (ενν. με το «μαγικό» καλάμι), δεν αναστήθηκαν ) Φάρασ. -Dawk. || Ασμ. Τζ̑αι σταυρώθη στ’ ’η μπρουχώθη
σε τρία ημέρες ’αρώθη
( Και σταυρώθηκε, στην γη θάφτηκε σε τρεις μέρες έγινε καλά) Μισθ., Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
2. Αμτβ., αναρρώνω, γίνομαι καλά Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : Πήριν ντου πουλί, κόνωσε λερό σου στόμα τ', γιάρωσεν (Πήρε το πουλί, έχυσε νερό στο στόμα του, έγινε καλά) Μισθ. -Dawk. Δεν έν’ τίποτα, καλά να ‘ενείς, να λιαρώσεις (Δεν είναι τίποτα, θα γίνεις καλά, θα αναρρώσεις) Ανακ. -Κωστ.Α. Ετά το παιδί αστενάρ’ τουν και λιάρωσεν (Αυτό το παιδί ήταν άρρωστο και ανάρρωσε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Αυτσ̑ή κάτ- τ͑α να πιζάνει ‘του, λάρουσι (Αυτή η γάτα ήταν να πεθάνει, έγινε καλά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Νάχαλ 'εν̑ίσκιτι καλά; Νάχαλ λαρών̑ν̑ει; (Πώς θα γίνει καλά; Πώς θεραπεύεται;) Σίλ. -Dawk.JHS Τ’ αστενάρια πέφτισ̑καν στ’ Άγια απ'κάτ', ασκέλανέν ντα παπάς, να λιαρώσ’νι (Οι άρρωστοι έπεφτα κάτω από τα Άγια, τους δρασκέλαγε ο παπάς για να γίνουν καλά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Απ' ντου ντιάρτι μ' λιάρουσα (Θεραπεύτηκα από την αρρώστια μου) Μισθ. -Κοτσαν. Ντετσιού τσειόδι λιάρουσιν, αλλά ‘στέρια ‘στένησιν, αρρώστησι, πέθανι (Εκειπέρα τότε έγινε καλά, αλλά αργότερα ασθένησε, αρρώστησε και πέθανε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γιανίσκω :2, εϊλεντίζω :1, καλολαντώ, ορθώνω
3. Σε παιχνίδια, κάνω λάθος Μισθ. Πβ. γιανιλντίζω