λιβάδι
(ουσ. ουδ.)
λιβάδι
[liˈvaði]
Τελμ., Φερτάκ.
λιβάδ'
[liˈvað]
Τελμ.
λιβάρ'
[[liˈvar]
Αραβαν., Γούρδ.
λουβάιδι
[luˈvaiði]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. λιβάδιον.
Λιβάδι
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ένι πράσινο λουβάιδι
(Είναι πράσινο (σαν) λιβάδι˙ είναι καταπράσινο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Τοπων.
|| Ασμ.
Να σε ειδώ, Χάρε μου σ’ ένα πλατύ λιβάδι,
το μαύρο σου να βόσκειται και σύ ν’ αποκοιμάσαι (Nα σε δω Χάρε μου σε ένα πλατύ λιβάδι,
το άλογό σου να βόσκει κι εσύ να αποκοιμιέσαι) Τελμ. -Lag. Συνών. τσαΐρι :1, Πβ. γιαϊλάς
το μαύρο σου να βόσκειται και σύ ν’ αποκοιμάσαι (Nα σε δω Χάρε μου σε ένα πλατύ λιβάδι,
το άλογό σου να βόσκει κι εσύ να αποκοιμιέσαι) Τελμ. -Lag. Συνών. τσαΐρι :1, Πβ. γιαϊλάς