λητεύω
(ρ.)
λητεύω
[liˈtevo]
Φάρασ., Φκόσ.
λ'dεύω
[ˈldevo]
Τσουχούρ.
λ’dέου
[ˈldeu]
Φάρασ.
λητεύτου
[liˈteftu]
Φκόσ.
λ'dεύτου
[ˈldeftu]
Τσουχούρ.
Παρατατ.
λητεύκα
[liˈtefka]
Φάρασ.
Αόρ.
λήdεψα
[ˈlidepsa]
Φάρασ.
λέτεψα
[ˈletepsa]
Φάρασ.
έλντιψα
[ˈeldipsa]
Σατ., Τσουχούρ.
ελτίψα
[ˈeltipsa]
Τσουχούρ.
Παθ. Αόρ.
λητεύτα
[liˈtefta]
Φάρασ.
Μτχ.
λητεμένο
[liteˈmeno]
Φάρασ.
λ’dεμένου
[ldeˈmenu]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. εἰλητεύω, όπου και τύπ. ’λητεύγω, πβ. Σαχλ. Ἀφήγ. 132 «κι ἐγὼ σκύλους ἐλήτευγα κι ἔσυρνα τὰ ζαγάρια».
1. Δένω, συνάπτω σχηματίζοντας κόμπο, δεσμό
Φάρασ.
:
Λήτεψέν ντα σου γλεχού την άκρα
(Το έδεσε στου μαντηλιού την άκρη)
Φάρασ.
-Dawk.
Κάτα ημέρα λητεύκε αν γκόμbος σώστου να 'ινούν σεράνdα κόμbοι
(Κάθε μέρα έδενε έναν κόμπο ώσπου να γίνουν σαράντα κόμποι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
δένω :1
2. Δένω κάποιον με ιμάντα σε σταθερό σημείο
ό.π.τ.
:
Λητεύκα τ' άβγο να βοστσ̑ηθεί
(Έδενα το άλογο για να βοσκήσει)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Βοστσ̑ιέτουν τ’ άβγο τζαπού ήτουν λιτεμένο στην τσ̑ίπα
(Έβοσκε το άλογο εκεί που ήταν δεμένο στο παλούκι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Λ'τεύτει τα σο τσαΐρι να βοσ̑ήσει
(Το δένει στο λιβάδι να βοσκήσει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Λήτεψεν το ζάρφι μο τ' ε ραφίδι, κρέμασέν τα σο γουί, έβγκαλ’, έπε
(Έδεσε την δερμάτινη θήκη με ένα σκοινί, το κατέβασε κρεμαστά στο πηγάδι, έβγαλε (νερό), ήπιε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Λέικκου παρτσ̑είκκου πάλι 'ς λητέψουμι το βουρντώνι σου
(Και λίγο παρακεί ας δέσουμε το μουλάρι σου)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Φρ.
Το γαϊρίδι του λήτεψέν dα κα
(Το γαϊδούρι του το έδεσε καλά˙ Τον έδεσε το γάιδαρό του, βολεύτηκε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Σου αβγού τον ντόπα, γαϊρίδι μη λητεύ’
(Στου άλογου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις˙ μην μπερδεύεις τα πράγματα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Λήτεψαν μες σο βιλλίν ντουν, τσ̑άπου μεζ ρίξουνε, κατουράν μες
(Μας δέσανε στην ψωλή τους, όπου μας γυρίζουν, μας κατουράνε˙ το έλεγαν οι φτωχοί για τα αφεντικά τους που τους έκαναν ό,τι ήθελαν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Ακινητοποιώ κάτι με την χρήση ιμάντα, σχοινιού ή άλλου δεσμού
ό.π.τ.
:
Σα πήραν το Χριστό οι Αχουτήδες, σάμου λητέψαν τα παγάσκαν τα
(Όταν έπιασαν τον Χριστό οι Εβραίοι, αφού τον έδεσαν, τον πήγαιναν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τζ̑ας ήρτιν ο τατά μου, ‘φήκαν τον αδεφό μου, έλντιψαν τον ντατά μου
(Όταν ήρθε ο πατέρας μου, άφησαν τον αδελφό μου, έδεσαν τον πατέρα μου)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
|| Φρ.
‘λητεύτ’ η γουώσσα του
(Δέθηκε η γλώσσα του˙ βουβάθηκε, δεν μιλά)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
δένω :2
4. Δένω κάτι με ιμάντα για να κλείσει
ό.π.τ.
:
Έλτιψιν το γουργούρι του, του νdαϊού
(Έδεσε το άνοιγμά του, του σακιού)
Τσουχούρ.
-VLACH
Τα ποστάλε λητεύεις τα μο τα γαΐσε
(Τις γκέτες τις δένεις με τα λουριά)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
|| Παροιμ.
Ατσ̑είνο του αλιστιέσεν ντο στσ̑υλί να φά' κάκε, το στόμαν ντου ν'dα λητέπ’, πάλ’ ’α φά' κάκε
(Εκείνο το σκυλί που συνήθισε να τρώει σκατά, και το στόμα να του δέσεις, πάλι σκατά θα φάει˙ Οι κακές συνήθειες δύσκολα αποβάλλονται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
5. Συναρμολογώ, συνδέω
Φάρασ.
:
Τα μεχάνε ατούτοι τα λητεύκαν
(Τα φυσερά αυτοί (ενν. οι σιδεράδες) τα συναρμολογούσαν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
6. Εμποδίζω ή αποτρέπω με μαγικά μέσα ή ξόρκια κάτι επιβλαβές ή ανεπιθύμητο, ξορκίζω
Φάρασ.
:
Ήξερε τσ̑αι λητεύκε τα φίδε τσ̑αι τις λύκοι
(Ήξερε και ξόρκιζε τα φίδια και τους λύκους, ενν. ο δεσπότης)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το φσ̑άχι ένι λητεμένο, ήφαραν α γρέ ν' τα λύσει
(Το παλληκάρι είναι μαγικά δεμένο, έφεραν μιά γριά να λύσει τα μάγια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
δένω :6