λημεριώνω
(ρ.)
γ' Εν.
λημεριών'
[limeˈrʝon]
Αραβαν.
Αόρ.
λημέριωσα
[liˈmerʝosa]
Αραβαν.
Από το επίρρ. ολημεριώς, όπου και τύπ. ‘λημεριώς, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Πβ.
ολημεριώς
2. Ξημερώνω, φέρνω το ξημέρωμα
ό.π.τ.
:
Λημέριωσε Χεός το μέρα
(Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.