λητάρι
(ουσ. ουδ.)
λ'τάρι
[ˈltari]
Τσουχούρ.
λ’dάρι
[ˈldari]
Φάρασ.
Πληθ.
λητάρε
[liˈtare]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το μεταγν. ουσ. εἰλητάριον = τυλιγμένος πάπυρος. Ο τύπ. 'λητάριν μεσν. Η λ. και Πόντ.
2. Ζώνη, ζωνάρι
ό.π.τ.
:
Ταύρισαμ' του σαλβαρού το λ'τάρι, ξείλτσιν το σαλβάρι του
(Τραβήξαμε το ζωνάρι του σαλβαριού, έπεσε το σαλβάρι του)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Εζώνονταν τα λητάρε
(Ζώνονταν τα ζωνάρια τους)
Φκόσ.
Συνών.
ζωνάρι, ζώση :1, ζωστήρα, ζωστρί, καγίσι :2