ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λητάρι (ουσ. ουδ.) λ'τάρι [ˈltari] Τσουχούρ. λ’dάρι [ˈldari] Φάρασ. Πληθ. λητάρε [liˈtare] Φάρασ., Φκόσ. Από το μεταγν. ουσ. εἰλητάριον = τυλιγμένος πάπυρος. Ο τύπ. 'λητάριν μεσν. Η λ. και Πόντ.
1. Ιμάντας, λουρί ό.π.τ. : || Ασμ. Είνdαι 'λτινά του ποσταλού τα λητάρε,
πεττάνε τσ̑αι χορεύκουν τα παλληκάρε
(Είναι κόκκινα τα λουριά της γκέτας,
πηδάνε και χορεύουν τα παλληκάρια)
Φάρασ. -Λαμπρ.
Συνών. καγίσι :1, λωρί
2. Ζώνη, ζωνάρι ό.π.τ. : Ταύρισαμ' του σαλβαρού το λ'τάρι, ξείλτσιν το σαλβάρι του (Τραβήξαμε το ζωνάρι του σαλβαριού, έπεσε το σαλβάρι του) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Εζώνονταν τα λητάρε (Ζώνονταν τα ζωνάρια τους) Φκόσ. Συνών. ζωνάρι, ζώση :1, ζωστήρα, ζωστρί, καγίσι :2