λιάζω (I)
(ρ.)
Αόρ.
ήλιασα
[ˈiʎasa]
Μαλακ.
Παθ.
λιάζεμι
[ˈʎazemi]
Μισθ.
λιαζιέμι
[ʎaˈzʝemi]
Μισθ.
ηλακιάμαι
[ilacame]
Τελμ.
Αόρ.
ηλιακίσκην
[iʎaˈciscin]
Τελμ.
Από το νεότ. ρ. λιάζω, λιάζομαι (πβ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το αρχ. ρ. ἡλιάζω με αποβολή του αρκτ. άτονου [i].
1. Εκθέτω στον ήλιο
Μαλακ.
2. Μεσοπαθ. εκτίθεμαι στον ήλιο
Μισθ.
:
|| Φρ.
Λιαζέμι
(Λιάζομαι˙ αγενής απάντηση σε κάποιον που ρωτά "Τι κάνεις;")
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Ασμ.
Aς έμω σο λουτρό, ας λουσθώ, και ας έβγω κι ας ηλακιάμαι.
σέμη σο λουτρό και λουτρούσκουσε· ξέβη και σο ηλιάκι ηλιακίσκην (Ας μπω στο λουτρό, ας πλυθώ, και ας βγω κι ας κάτσω να λιαστώ,
Μπήκε στο λουτρό, πλύθηκε, βγήκε και έκατσε στον ήλιο να λιαστεί) Τελμ. -Lag.
σέμη σο λουτρό και λουτρούσκουσε· ξέβη και σο ηλιάκι ηλιακίσκην (Ας μπω στο λουτρό, ας πλυθώ, και ας βγω κι ας κάτσω να λιαστώ,
Μπήκε στο λουτρό, πλύθηκε, βγήκε και έκατσε στον ήλιο να λιαστεί) Τελμ. -Lag.