ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεχώνα (ουσ. θηλ.) λοχού [lοˈxu] Τζαλ., Φερτάκ. λούχου [ˈluxu] Σίλ. λεχώνα [leˈxona] Αραβ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. λεχούνα [leˈxuna] Φάρασ. λουχούνα [luˈxuna] Φάρασ. λοχώνα [loˈxona] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. λεχώ. Ο τύπ. λεχώνα νεότ. από αμαρτ. ουσ. *λεχών αναλογ. προς άλλα ουσ. σε -ών.
Λεχώνα ό.π.τ. : Σαράντα μέρες το μνήμα τ’ είναι ανοιχτό του λοχού (Σαράντα μέρες το μνήμα της λεχώνας είναι ανοιχτό ) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Ντα λοχώνις πάτανιν ντα Άλης (Τις λεχώνες τις πατούσε ο Άλης, πάθαιναν επιλόχειο πυρετό ή εκλαμψία) Μισθ. -Μακρ. Δεν τ’ αφήνομε μαναχό τ’ το λεχώνα· να μείνει μαναχό τ’ δεν κάνει, το Άλ’ έρχεται (Δεν την αφήναμε μόνη τη λεχώνα, δεν κάνει να μείνει μόνη, έρχεται ο Άλης) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ164
Συνών. λοχούσα