ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λέφαρα (επίρρ.) λέφαρα [ˈlefara] Φάρασ. λέφ-φαρα [ˈleffara] Φάρασ. Από την φρ. άλλη φορά.
Άλλη φορά, την επόμενη φορά Φάρασ. : Λέφ-φαρα μη τα φτεν (μην το ξανακάνεις) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. αλλαγνιά