λέφαρα
(επίρρ.)
λέφαρα
[ˈlefara]
Φάρασ.
λέφ-φαρα
[ˈleffara]
Φάρασ.
Από την φρ. άλλη φορά.
Άλλη φορά, την επόμενη φορά
Φάρασ.
:
Λέφ-φαρα μη τα φτεν
(μην το ξανακάνεις)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
αλλαγνιά