-λής
(επίθμ.)
-λής
[-ˈlis]
Ανακ., Μισθ., Μπέηκ., Φλογ.
-λ̑ής
[-ˈʎis]
Σίλ.
-λούς
[-ˈlus]
Αφσάρ., Σατ., Σίλ., Φάρασ.
-λού
[-ˈlu]
Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
-λι̂́
[-ˈlɯ]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ.
-λΰ
[-ˈly]
Αραβαν.
Θηλ.
-λούσα
[-ˈlusa]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθμ. -li, -lı, -lu, -lü (βλ. Κυρανούδης 2009: 433-434, 437 κεξ.). Το θηλ. με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο αρσ. -λούς.
1. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματισμό επιθ. τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
ακιλής
(έξυπνος, μυαλωμένος)
Μισθ., Φάρασ., Μαλακ., Σίλ., Τελμ., Ουλαγ., Αξ., Αραβαν.
α̈ζια̈τ͑λούσα
(βασανιστική, κουραστική)
Αφσάρ.
ασκερλής
(στρατιώτης)
Φλογ.
γερλού
(ντόπιος)
Φάρασ.
γουβετ͑λούσα
(δυνατή)
Φάρασ.
ζορλούς
(πολύ ωραίος)
Μισθ., Φάρασ., Σινασσ., Σίλ., Ουλαγ., Αφσάρ.
αιμαλής
(ματωμένο)
Ουλαγ.
σαμαλούσα
(θαυματουργή)
Σίλ.
σαχαλούς
(γενειοφόρος)
Φάρασ., Σατ.
τερμπιγελούς
(αβγολεμονάτος)
Φάρασ., Μαλακ., Αραβαν., Αφσάρ.
χαϊρλούς
(άξιος, ωφέλιμος, προκομμένος)
Φάρασ., Αφσάρ.
Συνών.
-άς, -άτος
2. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματισμό πατριδωνυμικών ουσ.
Ανακ., Μπέηκ., Σίλ., Φάρασ.
:
Μιστιλής
(Μιστιώτης)
Ανακ.
Μπεηκιοϊλής
(ο κάτοικος του Μπεηκιοϊ)
Μπέηκ.
Σιλλελ̑ής
(ο κάτοικος της Σίλλης)
Σίλ.
Σινασσοσλούς
(ο κάτοικος της Σινασσού)
Φάρασ.
Σιλλελoύσα
(η κάτοικος της Σίλλης)
Σίλ.
Συνών.
-ινός :3, -ίτης, -ιώτης
3. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματισμό περιληπτ. ουσ.
Σίλ.
:
οβρίσ̑αλου
(ρεβίθια)
Σίλ.
φασούλιαλου
(φασόλια)
Σίλ.