ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-άτος (επίθμ.) -άτος [-ˈatos] Φάρασ. -άτ'ς [ˈats] Φάρασ. -άτ' [ˈat] Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ. Θηλ. -άτ'σσα [ˈatsa] Φάρασ. Μεταγν. επίθμ. -ᾶτος για την σημ. 1, από το λατιν. επίθμ. -atus. Η σημ. 2 μεσν. Το -άτ'ς ανάγεται στο -άτης, το οπ. με μεταπλ. σε -ης με βάση την ονομ. πληθ. σε -οι (βλ. και Ανδριώτης 1948: 37).
1. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από στοιχεία ή ιδιότητες που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη : δεβοσυνάτης (διαβολικός, πανούργος) Φάρασ. δονdαράτης/δανdαράτ'σσα (με μεγάλα δόντια) Φάρασ. κριμάτης (αμαρτωλός) Φάρασ. μνημοράτος (νεκρός) Φάρασ. σπιτιάτης (οικογενειάρχης) Φάρασ. συνοδιάτης (πανηγυριστής) Φάρασ. φταλμάτης (μονόφθαλμος) Κίσκ. Συνών. -άδα :1, -ανός, -άρης :3, -άρι :1, -άς :2, -ερός :1, -λής :1
2. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. επαγγελματικών ουσ. : γεφυράτης (φύλακας γεφυριού) Φάρασ. ζευγαράτης (ζευγάς) Φάρασ. θυράτης (θυρωρός) Φάρασ. καμηλάτης (καμηλιέρης) Φάρασ. μελισσάτης (μελισσοκόμος) Φάρασ. μυλάτης (μυλωνάς) Φάρασ. σιδεράτης (σιδεράς) Φκόσ. τσικνάτης (καπνολαθρέμπορος) Φάρασ. χωραφάτης (γεωργός) Φάρασ. Συνών. -άρης :1, -άς :1, -τζής :1