-τζής
(επίθμ.)
-τζής
[-'dzis]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Μπέηκ., Ποτάμ., Σατ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ.
-τζή
[-'dzi]
Τροχ.
-τζ̑ής
[-'dʒis]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
-τζ̑ή
[-'dʒi]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
-τσής
[-ˈtsis]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
-τσ̑ής
[-ˈtʃis]
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Κίσκ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
-τσούς
[-ˈtsus]
Φάρασ.
Θηλ.
-τσίσα
[-'tsisa]
Σινασσ.
-τσ̑ίσα
[-ˈtʃisa]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
-τσίνα
[-'tsina]
Σίλ.
Τουρκ. επίθμ. -ci, -cι, -cü, -çi, -çι κτλ. αρχικά κατά την μεσν. περίοδο μόνο σε λέξεις τουρκ. προέλευσης. Το θηλ. -τσίσα από το -τσής και το θηλ. επίθμ. -α. Το θηλ. -τσίνα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -ίνα.
1. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. επαγγελματικών ουσ.
ό.π.τ.
:
αβτζής
(κυνηγός)
Μισθ., Φάρασ., Σίλ., Ουλαγ., Αξ., Αραβαν., Σεμέντρ., Φκόσ.
αραμπατζής
(αμαξάς)
Μισθ., Σίλ., Μπέηκ.
εσεκτσής
(αγωγιάτης, γαϊδουρολάτης)
Μισθ., Φλογ., Αξ., Αραβαν.
κιλιμτσής
(υφαντής κιλιμιών)
Φάρασ.
μαγγαντζής
(χειριστής του μάγγανου)
Μισθ., Σινασσ., Φλογ., Αξ., Δίλ.
ντεφτσής/ντεφτσίσα
(που παίζει ντέφι)
Σινασσ.
σαμαρτζής
(σαμαράς)
Σίλ.
τιλεντσ̑ίσα
(ζητιάνα)
Φάρασ., Τσουχούρ., Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φκόσ.
τσουλχατζής
(υφαντής)
Τροχ.
τσομλεκτσής
(κανατάς, αγγειοπλάστης)
Τσουχούρ., Σίλ., Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φκόσ.
φοκαλουτζής
(κατασκευαστής σκουπών)
Σίλ.
φουρουντζ̑ής
(φούρναρης)
Φάρασ., Φλογ.
καγιατσής
(λιθοξόος)
Σινασσ.
χαμαμτζής
(ιδιοκτήτης ή διαχειριστής λουτρού)
Μισθ., Ουλαγ., Αραβαν.
χουζματσίνα
(υπηρέτρια)
Σίλ.
τσουλχατζής
(υφαντής)
Τροχ.
Συνών.
-άς, -άτος
2. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ονομάτων τα οποία δηλώνουν πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη
Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
γιολτζής
(ταξιδιώτης)
Μισθ., Φάρασ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ., Αξ., Τροχ.
γοβτσής
(κουτσομπόλης)
Μισθ., Σινασσ.
γοβτσίσα
(κουτσομπόλα)
Σινασσ.
λαφτσής
(πολυλογάς)
Φάρασ.
λαφτσίσα
(πολυλογού)
Φάρασ.
χωρατατζής
(αυτός που κάνει χωρατά)
Μαλακ., Σινασσ.
Συνών.
-άς, -λής