ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζένγκι (ουσ. ουδ.) τζ̑ένgι ['ʤeŋɟi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. cenk, όπου και διαλεκτ. τύπ. ceng = α) μάχη β) πόλεμος (Erten 1994: 151).
Μάχη, συμπλοκή : Ο υιό σου σ’ βγκεί μο d’ ασκέρι μου· 'ς ποίgουνε τζ̑ένgι (Ο γιος σου ας βγει με τον στρατό μου· ας δώσουν μάχη) Φάρασ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025