τζένγκι
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ένgι
['ʤeŋɟi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. cenk = α) μάχη β) πόλεμος, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. ceng (Erten 1994: σ. 151).
Μάχη, συμπλοκή
:
Ο υιό σου σ’ βγκεί μο d’ ασκέρι μου. 'ς ποίgουνε τζ̑ένgι.
(Ο γιος σου ας βγει με τον στρατό μου. Ας κάνουνε μάχη)