ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζελάτης (ουσ. αρσ.) τζ̑ελ-λάτ' [dʒelˈlat] Ουλαγ. τζ̑ελάτ [dʒe'lat] Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ. τζ̑ελ-λάτσ̑ης [dʒelˈlatʃis] Αραβαν. Αρσ. τζ̑ελέτης [dʒe'letis] Φάρασ. Αρσ. τσ̑ελ-λάτ͑ης [tʃelˈlatʰis] Αφσάρ. Αρσ. τσ̑ελ-λέτ͑ης [tʃelˈletʰis] Φάρασ. Νεότ. ουσ. τζελάτης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. cellât = δήμιος, Οι τύπ. τσ̑ελ-λέτ͑ης και τζ̑ελέτης με αφομ. [a] > [e].
Δήμιος ό.π.τ. : Αν ντεν ντο π'κεις, ντο γουργούρι σ' ντο τζ̑ελάτ' να ντο κόψ̑ει (αν δεν το κάνεις, ο δήμιος θα σου κόψει το κεφάλι) Ουλαγ. -Dawk. Έρχιτι τζ̑ελάτ σ̑αχίρ σ̑αχίρ μι τα μαχαίρα (έρχεται ο δήμιος αμέσως με τα σπαθιά του) Μαλακ. -Dawk. Πίταξέν ντα ο βασιλός τον τζ̑ελέτη (ο βασιλιάς το έστειλε στον δήμιο) Φάρασ. -Dawk. Πατισ̑αχ̇ιού τζ̑ελ-λάτσ̑ης 'τουν (ήταν του βασιλιά ο δήμιος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τζ̑ελ-λάτσ̑ης πήγε κοντά τ' να το πιάσ̑' ντεγί (ο δήμιος πήγε κοντά του να το πιάσει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.