τζελάτης
(ουσ. αρσ.)
τζ̑ελ-λάτ'
[dʒelˈlat]
Ουλαγ.
τζ̑ελάτ
[dʒe'lat]
Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ.
τζ̑ελ-λάτσ̑ης
[dʒelˈlatʃis]
Αραβαν.
Αρσ.
τζ̑ελέτης
[dʒe'letis]
Φάρασ.
Αρσ.
τσ̑ελ-λάτ͑ης
[tʃelˈlatʰis]
Αφσάρ.
Αρσ.
τσ̑ελ-λέτ͑ης
[tʃelˈletʰis]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. τζελάτης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. cellât = δήμιος, Οι τύπ. τσ̑ελ-λέτ͑ης και τζ̑ελέτης με αφομ. [a] > [e].
Δήμιος
ό.π.τ.
:
Αν ντεν ντο π'κεις, ντο γουργούρι σ' ντο τζ̑ελάτ' να ντο κόψ̑ει
(αν δεν το κάνεις, ο δήμιος θα σου κόψει το κεφάλι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Έρχιτι τζ̑ελάτ σ̑αχίρ σ̑αχίρ μι τα μαχαίρα
(έρχεται ο δήμιος αμέσως με τα σπαθιά του)
Μαλακ.
-Dawk.
Πίταξέν ντα ο βασιλός τον τζ̑ελέτη
(ο βασιλιάς το έστειλε στον δήμιο)
Φάρασ.
-Dawk.
Πατισ̑αχ̇ιού τζ̑ελ-λάτσ̑ης 'τουν
(ήταν του βασιλιά ο δήμιος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τζ̑ελ-λάτσ̑ης πήγε κοντά τ' να το πιάσ̑' ντεγί
(ο δήμιος πήγε κοντά του να το πιάσει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.