τζεβαχέρι
(ουσ. ουδ.)
τζ̑εβαχέρι
[ʤevaˈçeri]
Τσουχούρ.
τζεβαΐρι
[dzeva"iri]
Αραβαν.
τσ̑εβαχ̇έρι
[tʃeva'xeri]
Φάρασ.
τζεβαχίρια
[dzevaˈçirʝa]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. τζεβαχίρι = πολύτιμος λίθος (πβ. Διήγ. Βεφ. Μιχρ. 2.259 «χοτζερέδες ὅλο μάλαμα, νὰ μὲ θυμᾶσαι πάντα· γεμάτους ὅλο μάλαμα καὶ ὅλο τζεβαχέρι») και πλ. τζεβαχέρια = πολύτιμοι λίθοι (Mackridge 2021: 145), τα οπ. από το τουρκ. ουσ. cevahir = κόσμημα. Για τον τύπ. τζεβαΐρι πβ. νεότ. τύπ. τζεβαέρι = κόσμημα, διαμαντικό (Mackridge 2021: 56).
1. Πολύτιμος λίθος
:
Πήγιν η γραία: «Να φέρ έξι τζ̑εβαχέρα, τσ̑αι ντεστέρου τα δώκω»
(Είπε η γριά: «Να φέρεις έξι πολύτιμους λίθους και μετά θα σου την δώσω»)
-Dawk.
2. Ειδικότ., μαργαριτάρι
Αραβαν.
3. Κόσμημα
Σίλ.
:
Νύφη σϋσλέντσ̑ησι, νταράνdζησι, φόρισι γούλα τσης τα τζεβαχίρια
(Η νύφη στολίστηκε, χτενίστηκε, φόρεσε όλα της τα κοσμήματα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
γκερντανίχι :2, χρυσός