γκερντανίχι
γκερνταν-νίχ̇ι
[ɟerdanˈnixi]
Φάρασ.
γκερνταν-νι̂́χ'
[ɟerdanˈnɯx]
Αξ.
κερνταν-νίχ̇ι
[cerdanˈnixi]
Φάρασ.
κερτάνι
[cerˈtani]
Σίλατ.
Πληθ.
γκερντανούχια
[ɟerdanuça]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. gerdanlık = περιδέραιο, κολλιέ. O τύπ. κερτάνι αναλογ. κατά άλλα ουδ. σε -άνι.