γκετιρντίζω
(ρ.)
γκετιρντίζω
[ɟetirˈdizo]
Αραβαν.
γκιατιρντίζου
[ɟatirˈdizu]
Μισθ.
γκιατουρντίζου
[ɟatirˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
κετίρτ'σα
[keˈtirtsa]
Φλογ.
γκιατούρ'σα
[ɟaˈtursa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. getirmek = α) φέρνω β) δίνω γ) παραγγέλνω δ) εισάγω.
1. Φέρνω
ό.π.τ.
:
Ντεριά γκετιρντίζουν τα πολλά το ναίκα τουν σο Σημbόλ'
(Τώρα πολλοί φέρνουν και τις γυναίκες τους στην Πόλη)
Αραβαν.
-Dawk.JHS
Κετίρ'τσα κουφέκια και ζούβρες
(Έφερα λευκές και κόκκινες ελαφρόπετρες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
φέρω