ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκετιρντίζω (ρ.) γκετιρντίζω [ɟetirˈdizo] Αραβαν. γκιατιρντίζου [ɟatirˈdizu] Μισθ. γκιατουρντίζου [ɟatirˈdizu] Μισθ. Αόρ. κετίρτ'σα [keˈtirtsa] Φλογ. γκιατούρ'σα [ɟaˈtursa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. getirmek = α) φέρνω β) δίνω γ) παραγγέλνω δ) εισάγω.
1. Φέρνω ό.π.τ. : Ντεριά γκετιρντίζουν τα πολλά το ναίκα τουν σο Σημbόλ' (Τώρα πολλοί φέρνουν και τις γυναίκες τους στην Πόλη) Αραβαν. -Dawk.JHS Κετίρ'τσα κουφέκια και ζούβρες (Έφερα λευκές και κόκκινες ελαφρόπετρες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. φέρω
2. Παραγγέλνω Μισθ. Συνών. συντάσσω