γκετσίμι
(ουσ. ουδ.)
γκετ͑σ̑ίμι
[ɟeˈtʰsimi]
Φάρασ.
γκετσίμ'
[ɟeˈtsim]
Αραβαν., Ουλαγ., Φάρασ.
γκιατσίμ'
[ɟaˈtsim]
Μισθ.
γκατσίμ'
[gaˈtsim]
Μισθ.
κετσ̑ίμι
[ceˈtʃimi]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
γκετζέμι
[ɟeˈdzemi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. geçim = βιος, τα προς το ζην, όπου και διαλεκτ. τύπ. keçim.
1. Ζήση
Αραβαν., Ουλαγ.
:
To γκετσίμ' ζόρ' 'ναι
(Η ζήση είναι δύσκολη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Γυό τες ντοκουντούσ̑ι χαλέ, γκετζέμιν τους καλόν ένι
(Οι δυό τους υφαίνουν χαλιά, τα βγάζουν πέρα καλά)
Σίλ.
-Καρίπ.
2. Προκοπή, ευζωία
Μισθ., Φάρασ.
:
Ατό άσ' του, ντου γκετσίμι σ’ ράνα
(Άσ' το αυτό, το να ζεις καλά κοίταξε )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χέριζαμ' για να μποίκουμ' γκιατσίμ’
(Θερίζαμε για να κάνουμε προκοπή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τι γκατσίμ’ να ποίκεις ισ̑ύ; Ους ντου μισ̑'μέρ' τσ̑οιμάσι!
(Τι προκοπή να κάνεις εσύ; Ως το μεσημέρι κοιμάσαι!)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μο το πις το φίδι το βρωμιέρη γκετσίμ' 'ίνεται;
(Με το κακό το φίδι το βρωμιάρικο ζωή γίνεται;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
κερεμέτι :2, προκοπή, χαΐρι :1
3. Τα προς το ζην, βιοπορισμός
Φάρασ.
:
Του ρουσ̑ού τα τζ̑αναβάρα ποίκαν το μενdζ̑ιλίσ̑ι να ιδούν το κετσ̑ίμι τουν
(Τ’ αγρίμια του βουνού έκαμαν την συνέλευση για να εξετάσουν τον βιοπορισμό τους)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD