γκετζέ
(ουσ. ουδ.)
γκεdζ̑έ
[ɟe'ʤe]
Ουλαγ.
κεdζ̑έ
[ceˈdʒe]
Φάρασ.
κα̈τσ̑α̈́
[kæˈtʃæ]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. gece = νύχτα.
Μόνο σε τουρκ. φρ., νύχτα
ό.π.τ.
:
Έννε γιάρı γκεdζ̑έ και ήρτε ένα ντέβ'
(Ήρθε η μέση της νύχτας (μεσάνυχτα) και εμφανίστηκε ένα στοιχειό)
Ουλαγ.
-Dawk.
Με σηκούτουν κετζέ γιαρισί, τζας πνώνκαν τα πομεινά, τζαι πααίgιν σο μαχζέμι
(Αλλά σηκωνόταν στην μέση της νύχτας, όταν οι άλλοι κοιμόντουσαν, και πήγαινε στο κελλάρι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Γιαρί-κα̈τσ̑α̈σί, Αφσ̑αρώτ' γιαβασ̑ούκ-κα γιαβασ̑ούκ-κα πήνι σου 'πνώνκιν τ' αώνι ο Τούρκους
(Στη μέση της νύχτας, ο Αφσαριώτης σιγανά σιγανά πήγε στο αλώνι όπου κοιμόταν ο Τούρκος)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Συνών.
βραδέ, νύχτα