ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκετζέ (ουσ. ουδ.) γκεdζ̑έ [ɟe'ʤe] Ουλαγ. κεdζ̑έ [ceˈdʒe] Φάρασ. κα̈τσ̑α̈́ [kæˈtʃæ] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. gece = νύχτα.
Μόνο σε τουρκ. φρ., νύχτα ό.π.τ. : Έννε γιάρı γκεdζ̑έ και ήρτε ένα ντέβ' (Ήρθε η μέση της νύχτας (μεσάνυχτα) και εμφανίστηκε ένα στοιχειό) Ουλαγ. -Dawk. Με σηκούτουν κετζέ γιαρισί, τζας πνώνκαν τα πομεινά, τζαι πααίgιν σο μαχζέμι (Αλλά σηκωνόταν στην μέση της νύχτας, όταν οι άλλοι κοιμόντουσαν, και πήγαινε στο κελλάρι) Φάρασ. -Παπαδ. Γιαρί-κα̈τσ̑α̈σί, Αφσ̑αρώτ' γιαβασ̑ούκ-κα γιαβασ̑ούκ-κα πήνι σου 'πνώνκιν τ' αώνι ο Τούρκους (Στη μέση της νύχτας, ο Αφσαριώτης σιγανά σιγανά πήγε στο αλώνι όπου κοιμόταν ο Τούρκος) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Συνών. βραδέ, νύχτα