βραδέ
(ουσ. θηλ.)
βραδέ
[vraˈðe]
Φάρασ.
Aπό το μεσν. ουσ. βραδέα, το οπ. από το θηλ. τύπ. βραδεῖα του αρχ. επιθ. βραδύς. Πβ. το κοινό βραδιά.