ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βούταμο (ουσ. ουδ.) βούταμο [ˈvutamo] Τελμ., Φάρασ. Αρσ. βούταμος [ˈvutamos] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. βούτομον = σπαθόχορτο (Carex riparia).
1. Είδος αγριόχορτου που φύεται σε έλη και χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή Φάρασ.
2. Το φυτό χέννα, για βαφή μαλλιών Τελμ. : || Ασμ. Ας έλθει Μάης, ας έλθει Μάης, ας έλθει κανανάρης,
ας πάρω μάλια, βούταμο στα μαλλιά μου ας βάλω, την καργιάν ας κάψω
(Ας έρθει ο Μάης, ας έρθει ο Μάης, ας έρθει ο κανονάρχος,
ας πάρω πλούτη, χέννα ας βάλω στα μαλλιά μου, καρδιές ας κάψω)
Τελμ. -Lag.
Συνών. χινιά