βούταμο
(ουσ. ουδ.)
βούταμο
[ˈvutamo]
Τελμ., Φάρασ.
Αρσ.
βούταμος
[ˈvutamos]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. βούτομον = σπαθόχορτο (Carex riparia).
1. Είδος αγριόχορτου που φύεται σε έλη και χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή
Φάρασ.
2. Το φυτό χέννα, για βαφή μαλλιών
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Ας έλθει Μάης, ας έλθει Μάης, ας έλθει κανανάρης,
ας πάρω μάλια, βούταμο στα μαλλιά μου ας βάλω, την καργιάν ας κάψω (Ας έρθει ο Μάης, ας έρθει ο Μάης, ας έρθει ο κανονάρχος,
ας πάρω πλούτη, χέννα ας βάλω στα μαλλιά μου, καρδιές ας κάψω) Τελμ. -Lag. Συνών. χινιά
ας πάρω μάλια, βούταμο στα μαλλιά μου ας βάλω, την καργιάν ας κάψω (Ας έρθει ο Μάης, ας έρθει ο Μάης, ας έρθει ο κανονάρχος,
ας πάρω πλούτη, χέννα ας βάλω στα μαλλιά μου, καρδιές ας κάψω) Τελμ. -Lag. Συνών. χινιά