βραδιάτικος
(επίθ.)
βραγιάτ'κο
[vraˈʝatko]
Αξ.
βραγιάτικου
[vraˈʝatiku]
Μισθ.
Από το ουσ. βράδυ και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.