βραδιάτικος
(επίθ.)
βραγιάτ'κο
[vraˈʝatko]
Αξ.
βραγιάτικου
[vraˈʝatiku]
Μισθ.
Από το ουσ. βράδυ και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
2. Ως επίρρ., βραδιάτικα
Μισθ.
Συνών.
βραδιώς, Αντίθ
ανάτις :2, αποταχύ, αυγίτσα :2, αυγόπουρνα, σαμπαχλαϊνά