βραδιώς
(επίρρ.)
βραγιώς
[vraˈʝos]
Αξ.
Από το ουσ. βράδυ, όπου και τύπ. βραγύ, και το επιρρ. επίθμ. -ώς (πβ. διαλεκτ. επιρρ. αγγαρικώς, αναμεσ(ικ)ῶς, αναφαντῶς). Λιγότερο πιθ. η προέλευση από το αρχ. επίρρ. βραδέως = με αργό ρυθμό.
Ως χρον. επίρρ., το βράδυ
:
Ντράνισκαν με έρουνdαι βραγιώς Τουρκιού να κλέψ'νε ντεΐ
(Κοίταζαν μήπως έρθουν το βράδυ Τούρκοι για να κλέψουν)
Αξ.
-Παυλίδ.
Συνών.
βραδιάτικος :2