ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βράσιμο (ουσ. ουδ.) βράσ̑ιμο [ˈvraʃimo] Αραβαν., Γούρδ. βράσιμου [ˈvrasimu] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. βράσιμο (Λεξ. Σομ., λ. bollitione), το από το ρ. βράζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Βράσιμο ό.π.τ. : Ορνιχιού ντου βράσιμου (Το βράσιμο της κότας) Μισθ. -Κοτσαν.