βράσιμο
(ουσ. ουδ.)
βράσ̑ιμο
[ˈvraʃimo]
Αραβαν., Γούρδ.
βράσιμου
[ˈvrasimu]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. βράσιμο (Λεξ. Σομ., λ. bollitione), το από το ρ. βράζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Βράσιμο
ό.π.τ.
:
Ορνιχιού ντου βράσιμου
(Το βράσιμο της κότας)
Μισθ.
-Κοτσαν.