ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρεχίζει (ρ. απρόσ.) βρεσ̑ίζει [vreˈʃizi] Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ. βρέσ̑ίσιν [ˈvreʃisi] Αφσάρ. Από το αρχ. ουσ. βροχή, όπου και τύπ. βρεσ̑ή, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Βρέχει ό.π.τ. : Τσ̑ο λέ' σον γαζα̈τα̈́ α̈ρ να βρεσ̑ίσει (Δεν λέει στην εφημερίδα αν θα βρέξει) Φάρασ. -Bağr. Βρέσ̑ισιν αν βρεσ̑ή σιτσ̑ίμι (Έρριξε μιά βροχή ραγδαία) Αφσάρ. -Αναστασ. Συνών. βρέχει