βρεχίζει
(ρ. απρόσ.)
βρεσ̑ίζει
[vreˈʃizi]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
βρέσ̑ίσιν
[ˈvreʃisi]
Αφσάρ.
Από το αρχ. ουσ. βροχή, όπου και τύπ. βρεσ̑ή, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Βρέχει
ό.π.τ.
:
Τσ̑ο λέ' σον γαζα̈τα̈́ α̈ρ να βρεσ̑ίσει
(Δεν λέει στην εφημερίδα αν θα βρέξει)
Φάρασ.
-Bağr.
Βρέσ̑ισιν αν βρεσ̑ή σιτσ̑ίμι
(Έρριξε μιά βροχή ραγδαία)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Συνών.
βρέχει