βραχνάς
(ουσ. αρσ.)
βραχνάς
[vraxˈnas]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. βαρυχνᾶς = εφιάλτης.
Κακό πνεύμα, εφιάλτης
:
Ιψές το βραντύ ήρτι μιά βαρουσ̑ά, και βραχνάς μη ήτανε, ρέν τα ξέρου
(Χτες το βράδυ μου ήρθε ένα βάρος, και αν ήταν εφιάλτης, δεν το ξέρω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
βαραχτάρης, βαραχτάς :1