ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βραχνάς (ουσ. αρσ.) βραχνάς [vraˈxnas] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. βαρυχνᾶς = εφιάλτης.
Κακό πνεύμα, εφιάλτης : Ιψές το βραντύ ήρτι μιά βαρουσ̑ά, και βραχνάς μη ήτανε, ρέν τα ξέρου (Χτες το βράδυ μου ήρθε ένα βάρος, και αν ήταν εφιάλτης, δεν το ξέρω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. βαραχτάρης, βαραχτάς :1
Τροποποιήθηκε: 12/11/2024