βρεχοσιάρης
(επίθ.)
βρεχοσ̑άρ'
[vrexoˈʃar]
Αξ.
Από το ουσ. βρεχός και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης, αναλογ. κατά το φόβος > φοβοσιάρης.