βρεχτινός
(επίθ.)
βροχτινός
[vroxtiˈnos]
Τζαλ.
Θηλ.
βρεχτινή
[vrextiˈni]
Σίλατ.
βρεχτενή
[vrexteˈni]
Μαλακ., Φλογ.
βροχτενή
[vroxteˈni]
Σινασσ.
Από το μεσν. επίθ. βρεκτός και το παραγωγ. επίθμ. -ινός, με ουσιαστικοπ. επιθέτου κατά παράλειψη του ουσ. ημέρα.
2. Και με ουσιαστικοπ., βροχερός καιρός
ό.π.τ.