ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρέχει (ρ. απρόσ.) βρέχει [ˈvreçi] Ανακ., Φερτάκ. βρέχ' [vreç] Μισθ. βρέσ̑ει [ˈvreʃi] Σίλ., Φάρασ. βρέσ̑' [vreʃ] Δίλ., Μαλακ., Σίλατ., Φκόσ., Φλογ. βρέγ̑' [ˈvreʝ] Αξ. βρέχνει [ˈvrexni] Αραβαν., Γούρδ. βρέκνει [ˈvrekni] Αραβαν. Αόρ. έβρεξε [ˈevrekse] Αξ., Ουλαγ., Φάρασ. έβριξιν [ˈevriksin] Μισθ., Σίλ. Αρχ. ρ. βρέχω.
Βρέχει ό.π.τ. : Βρέσ̑’ όξω (Βρέχει έξω) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 'τουν βρέχ' βγαίν'νι ντα φούσκαρις (Όταν βρέχει, βγαίνουν τα σαλιγκάρια) Μισθ. -Κοτσαν. Σ̑ήμερ' ντεν ήρταμ' γιατσ̑ί μ' αμ πεις βρέχνισ̑κε (Σήμερα δεν ήρθαμε γιατί έβρεχε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Νισ̑κότανε φουρτούνες, βρέισ̑κεν, σ̑όνιζεν (Γινόντουσαν καταιγίδες, έβρεχε, χιόνιζε) Ανακ. -Κωστ.Α. Τσόι εκείνα 'α χρόνια βρέχιξι· ανά μιά εβδομάδα, ανά ντέκα μέρις πέφιξι ένα βρόχος (Τότε εκείνα τα χρόνια έβρεχε· ανά μία εβδομάδα, ανά δέκα μέρες έπεφτε μιά βροχή) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Βρέισκεν και βροχός (Έριχνε και βροχή) Δίλ. -Αρχέλ. Mε έβρεξε, καλό ήτον (Αν δεν έβρεχε, καλά θα ήταν) Ουλαγ. -Κεσ. Tσ̑αού έβριξιν χίτς̑; (Eδώ έβρεξε καθόλου;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εν νη βρέξει, να υπάμ' Κάστουρου (Αν δεν βρέξει, θα πάμε στο Κάστρο) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Αν ντε παίξ̑' Χεού το ψάρ', ντε βρέχνει (Αν δεν αστράψει, δεν βρέχει˙ αν δεν υπάρχει αιτία, δεν υπάρχει αποτέλεσμα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ό,τσ̑ι βρεξ̑' ας κατεβάσ̑' (Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει˙ ό,τι είναι να γίνει ας γίνει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φτύνουν σε ση χαραή, λες 'τι βρέσ̑ει (Σε φτύνουν στο πρόσωπο, κι εσύ λες ότι βρέχει˙ για όσους εθελοτυφλούν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. βρεχίζει