βρέχει
(ρ. απρόσ.)
βρέχει
[ˈvreçi]
Ανακ., Φερτάκ.
βρέχ'
[vreç]
Μισθ.
βρέσ̑ει
[ˈvreʃi]
Σίλ., Φάρασ.
βρέσ̑'
[vreʃ]
Δίλ., Μαλακ., Σίλατ., Φκόσ., Φλογ.
βρέγ̑'
[ˈvreʝ]
Αξ.
βρέχνει
[ˈvrexni]
Αραβαν., Γούρδ.
βρέκνει
[ˈvrekni]
Αραβαν.
Αόρ.
έβρεξε
[ˈevrekse]
Αξ., Ουλαγ., Φάρασ.
έβριξιν
[ˈevriksin]
Μισθ., Σίλ.
Αρχ. ρ. βρέχω.
Βρέχει
ό.π.τ.
:
Βρέσ̑’ όξω
(Βρέχει έξω)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
'τουν βρέχ' βγαίν'νι ντα φούσκαρις
(Όταν βρέχει, βγαίνουν τα σαλιγκάρια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑ήμερ' ντεν ήρταμ' γιατσ̑ί μ' αμ πεις βρέχνισ̑κε
(Σήμερα δεν ήρθαμε γιατί έβρεχε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Νισ̑κότανε φουρτούνες, βρέισ̑κεν, σ̑όνιζεν
(Γινόντουσαν καταιγίδες, έβρεχε, χιόνιζε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τσόι εκείνα 'α χρόνια βρέχιξι· ανά μιά εβδομάδα, ανά ντέκα μέρις πέφιξι ένα βρόχος
(Τότε εκείνα τα χρόνια έβρεχε· ανά μία εβδομάδα, ανά δέκα μέρες έπεφτε μιά βροχή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Βρέισκεν και βροχός
(Έριχνε και βροχή)
Δίλ.
-Αρχέλ.
Mε έβρεξε, καλό ήτον
(Αν δεν έβρεχε, καλά θα ήταν)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Tσ̑αού έβριξιν χίτς̑;
(Eδώ έβρεξε καθόλου;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εν νη βρέξει, να υπάμ' Κάστουρου
(Αν δεν βρέξει, θα πάμε στο Κάστρο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Αν ντε παίξ̑' Χεού το ψάρ', ντε βρέχνει
(Αν δεν αστράψει, δεν βρέχει˙ αν δεν υπάρχει αιτία, δεν υπάρχει αποτέλεσμα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ό,τσ̑ι βρεξ̑' ας κατεβάσ̑'
(Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει˙ ό,τι είναι να γίνει ας γίνει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φτύνουν σε ση χαραή, λες 'τι βρέσ̑ει
(Σε φτύνουν στο πρόσωπο, κι εσύ λες ότι βρέχει˙ για όσους εθελοτυφλούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βρεχίζει