βραχιόνι
(ουσ.)
βραχιόνι
[vraˈçoni]
Ποτάμ., Σινασσ.
βραχιόν'
[vraˈçon]
Αξ., Γούρδ., Φερτάκ.
βριαχόν'
[vriaˈxon]
Μισθ.
βραχόν'
[vraˈxon]
Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ.
βραχέν'
[vraˈçen]
Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Φλογ.
βρασ̑όνι
[vraˈʃoni]
Αφσάρ., Τζαλ.
βρασ̑όν'
[vraˈʃon]
Ανακ.
βροσ̑όνι
[vroˈʃoni]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
βροσ̑όν'
[vroˈʃon]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. βραχιόνιον.
1. Βραχίονας, μπράτσο
ό.π.τ.
:
Σουλαΐζ' ντου βριαχόν'-ι-μ'
(Πονάει ο βραχίονάς μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γόλι
2. Γενικότ., χέρι
ό.π.τ.
:
Να σαλέψω σο βροσ̑όνι μου τ’ οφτά ρουσ̑ία, αν τα μετερίσω σέφφαρα
(Θα κουνήσω στο χέρι μου τα επτά βουνά, θα τα αναποδογυρίσω μονομιάς)
Αφσάρ.
-Dawk.
|| Φρ.
'του βίνεψες θάλε, πόνεσες το βροσ̑όν' σου;
(Από τις πέτρες που ἐρριξες, πόνεσε το χέρι σου;˙ ειρωνικά σε τεμπέληδες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Να ζουν τα βροσ̑όνε σας!
(Γειά στα χέρια σας˙ έπαινος σε τεχνίτη ή μάγειρα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Να ζουν τα βραχένια σας
(Γεια στα χέρια σας˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Να έν' γουβετλούδα τα βροσ̑όνα σ'
(Να είναι δυνατά τα χέρια σου˙ ευχή ευζωίας)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
|| Ασμ.
Κόψαν τα βραχιόνια του ως τους κόμbους του,
Kόψαν τα ποδάρια του ως τα γόνατα (Κόψανε τα χέρια του ως τους αγκώνες,
κόψανε τα πόδια του ως τα γόνατα) Σινασσ. -Παχτ. Συνών. χέρι
Kόψαν τα ποδάρια του ως τα γόνατα (Κόψανε τα χέρια του ως τους αγκώνες,
κόψανε τα πόδια του ως τα γόνατα) Σινασσ. -Παχτ. Συνών. χέρι
3. Χερούλι
Τροχ.
:
Κιβούρντα το βραχένι σο τροχουλιά, ήλεγαμ', να σαρντίσεις το σάλ'
(Γύρνα το χερούλι στο αντί, λέγαμε, να τυλίξεις το ύφασμα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
λάβι, λάβος, στόμα, χέρι
5. Τα τέσσερα πλαϊνά στηρίγματα του κάρου
Φάρασ.