ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βραχιόνι (ουσ.) βραχιόνι [vraˈçoni] Ποτάμ., Σινασσ. βραχιόν' [vraˈçon] Αξ., Γούρδ., Φερτάκ. βριαχόν' [vriaˈxon] Μισθ. βραχόν' [vraˈxon] Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ. βραχέν' [vraˈçen] Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Φλογ. βρασ̑όνι [vraˈʃoni] Αφσάρ., Τζαλ. βρασ̑όν' [vraˈʃon] Ανακ. βροσ̑όνι [vroˈʃoni] Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ. βροσ̑όν' [vroˈʃon] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. βραχιόνιον.
1. Βραχίονας, μπράτσο ό.π.τ. : Σουλαΐζ' ντου βριαχόν'-ι-μ' (Πονάει ο βραχίονάς μου) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γόλι
2. Γενικότ., χέρι ό.π.τ. : Να σαλέψω σο βροσ̑όνι μου τ’ οφτά ρουσ̑ία, αν τα μετερίσω σέφφαρα (Θα κουνήσω στο χέρι μου τα επτά βουνά, θα τα αναποδογυρίσω μονομιάς) Αφσάρ. -Dawk. || Φρ. 'του βίνεψες θάλε, πόνεσες το βροσ̑όν' σου; (Από τις πέτρες που ἐρριξες, πόνεσε το χέρι σου;˙ ειρωνικά σε τεμπέληδες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Να ζουν τα βροσ̑όνε σας! (Γειά στα χέρια σας˙ έπαινος σε τεχνίτη ή μάγειρα) Φάρασ. -Ανδρ. Να ζουν τα βραχένια σας (Γεια στα χέρια σας˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Να έν' γουβετλούδα τα βροσ̑όνα σ' (Να είναι δυνατά τα χέρια σου˙ ευχή ευζωίας) Φάρασ. -Ιορδαν. || Ασμ. Κόψαν τα βραχιόνια του ως τους κόμbους του,
Kόψαν τα ποδάρια του ως τα γόνατα
(Κόψανε τα χέρια του ως τους αγκώνες,
κόψανε τα πόδια του ως τα γόνατα)
Σινασσ. -Παχτ.
Συνών. χέρι
3. Χερούλι Τροχ. : Κιβούρντα το βραχένι σο τροχουλιά, ήλεγαμ', να σαρντίσεις το σάλ' (Γύρνα το χερούλι στο αντί, λέγαμε, να τυλίξεις το ύφασμα) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. λάβι, λάβος, στόμα, χέρι
4. Μόναδα μέτρησης μήκους, πήχης, οργυιά Μισθ., Φάρασ. Πβ. αγκώνας :2, αρσίνι
5. Τα τέσσερα πλαϊνά στηρίγματα του κάρου Φάρασ.