λάβος
(ουσ. αρσ.)
λάβος
[ˈlavos]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
λάβους
[ˈlavus]
Μαλακ., Μισθ.
λάγου
[ˈlaɣu]
Μισθ.
λάους
[ˈlaus]
Μισθ., Τσαρικ.
Πληθ.
λάγουζγια
[ˈlaɣuzʝa]
Μισθ.
Από το αρχ. λαβή με παραγωγ. επίθμ. -ος. Ο τύπ. λάους από τύπ. λάγους με αποβολή μεσοφωνηεντ. [ɣ].
Λαβή, χερούλι εργαλείου ή σκεύους
ό.π.τ.
:
Μαχαιριού λάβος
(Η λαβή του μαχαιριού)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τσάπας λάβους
(Η λαβή της τσάπας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χεριού λάβους
(Χειρολαβή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χα̈λκεϊού λάβους
(τα χερούλια του χαλκιού, του μεγάλου χάλκινου καζανιού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τζυγού ντου λάους
(Το χερούλι του ζυγού)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Λάβοζιου τσ̑ικί
(Της λαβής η χύτρα˙ είδος πήλινης χύτρας με δύο χερούλια)
Αξ.
-Μαυροχ.
'ς ένα παλτά λάβος ντεν έγενεν
(Σ’ έναν μπαλτά λαβή δεν έγινε˙ δεν βρήκε ακόμη δουλειά, δεν είναι σε κάτι χρήσιμος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Σαράντα λα’ους σ’ ένα γαζάν τσ̑είδι κόσμους. Πιάσι ένα λάους. Μι τἔνα λάους δεν μπορ’ να ντου σ̑ηκώσεις
(Σαράντα χερούλια σε ένα καζάνι είναι ο κόσμος. Πιάσε ένα χερούλι. Με το ένα χερούλι δεν μπορεί να το σηκώσεις˙ για την αξία της ενότητας σε συλλογικό έργο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
βραχιόνι :3, γούλπι, λάβι :1, στόμα :5, χέρι :4