λάβρα
(ουσ. θηλ.)
λάβρα
[‘lavra]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
Μεσν. ουσ. λάβρα, πβ. Σπανὸς 978 «Τοῦ ποιῆσαι ἐν αὐτοῖς καῦμα, λάβρα, πυρετόν».
1. Φλόγα, φωτιά
Μισθ., Σινασσ.
:
|| Φρ.
Νισ̑ά σ’ εσέ και λάβρα σ’ εκείνος
(Φωτιά σε σένα και λάβρα σε εκείνον˙ για μεγάλη αμαρτία)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Νισ̑τσ̑ία σε σένα και λάβρα σε κείνο
(Φωτιά σε σένα και λάβρα σε κείνον˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ένα ναίκα ασ' το Μάνταλα έχ' λάβρα στο καργιά τ', | ανεβαίν', κατεβαίν', λύν' - ντέν' τα βρακιά τ'
(Μια γυναίκα από τα Μάνταλα έχει κάψα στην κοιλιά της, | ανεβαίνει κατεβαίνει, λύνει-δένει τα βρακιά της˙ η κρεμαστή καντήλα)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Ασμ.
Νισιά ας κάψει τση μάνα σου και λάβρα τ’ αγαθά σου
(Φωτιά να κάψει την μάνα σου και λάβρα την περιουσία σου)
Τελμ.
-Αινατζ.
Συνών.
γιαγκίνι, εστία, λούλα, φωτιά
2. Λάβρα, μεγάλη ζέστη
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ.
:
Μεσ̑’μεριού το λάβρα ήρθες
(Στου μεσημεριού την λάβρα ήρθες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πβ.
τεμίσι, Συνών.
εστία
3. Λάβα
Αραβαν., Μισθ.