ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαβτός (ουσ. αρσ.) λαβτός [laˈvtos] Φλογ. 'αβτός [aˈvtos] Φάρασ. Από το αμάρτ. μεσν. επίθ. λαβδός, η παρουσία του οποίου εικάζεται από το μεσν. επίθ. λαβδούτζικος = στραβοπόδης. Πβ. και μεταγν. ουσ. λάβδωμα = σχήμα που μοιάζει με Λ. Ο τύπ. 'αβτός λόγω της συστηματικής αποβολής του αρκτ. [l].
Παράλυτος.