λαβτός
(ουσ. αρσ.)
λαβτός
[laˈvtos]
Φλογ.
'αβτός
[aˈvtos]
Φάρασ.
Από το αμάρτ. μεσν. επίθ. λαβδός, η παρουσία του οποίου εικάζεται από το μεσν. επίθ. λαβδούτζικος = στραβοπόδης. Πβ. και μεταγν. ουσ. λάβδωμα = σχήμα που μοιάζει με Λ. Ο τύπ. 'αβτός λόγω της συστηματικής αποβολής του αρκτ. [l].
Παράλυτος.