λαγούδι
(ουσ. ουδ.)
λαγούδι
[laˈɣuði]
Μαλακ., Σινασσ., Τελμ.
λαγώι
[laˈɣoi]
Δίλ.
Μεσν. ουσ. λαγούδι, από το ουσ. λαγός και το υποκορ. επίθμ. -ούδι, πβ. Διγ. Esc. 744 "Ὡς πότε θέλω κυνηγᾶν λαγούδια καὶ περδίκια;".
Λαγός
ό.π.τ.
:
Φέρε λαγούδια και μπερντίκια, και ας τα ψ̑ήσουμ’
(Φέρε λαγούς και πέρδικες να τις ψήσουμε)
Τελμ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Ήπλωσε ’ς το μανδήλι του αφράτο παξιμάδι
Κόνωσε ’ς το πιάτο του λαγούδια και περδίκας (Άπλωσε στο μαντήλι του αφράτα παξιμάδια,
άδειασε στο πιάτο του λαγούς και πέρδικες) Σινασσ. -Lag. Δώκιν Θεός και έγιναν περιθαλάσσι
Άλλο φάγαν λαγούδια παλληκάρια
Άλλο φάγαν λαγούδια και βερδίκια (Έδωσε ο Θεός και έγιναν περίδρομος
Άλλα παλληκάρια έφαγαν λαγούς
Άλλοι φάγαν λαγούς και πέρδικες) Μαλακ. -ΚΜΣ-CD Θωρεί λαγούδια, δε κρούει
και περδίκια δε κλινίσκει%i (Βλέπει λαγούς, δεν τους χτυπά
και πέρδικες δεν ρίχνει κάτω ) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. λαγόκας, λαγός, νταφσάνι
Κόνωσε ’ς το πιάτο του λαγούδια και περδίκας (Άπλωσε στο μαντήλι του αφράτα παξιμάδια,
άδειασε στο πιάτο του λαγούς και πέρδικες) Σινασσ. -Lag. Δώκιν Θεός και έγιναν περιθαλάσσι
Άλλο φάγαν λαγούδια παλληκάρια
Άλλο φάγαν λαγούδια και βερδίκια (Έδωσε ο Θεός και έγιναν περίδρομος
Άλλα παλληκάρια έφαγαν λαγούς
Άλλοι φάγαν λαγούς και πέρδικες) Μαλακ. -ΚΜΣ-CD Θωρεί λαγούδια, δε κρούει
και περδίκια δε κλινίσκει%i (Βλέπει λαγούς, δεν τους χτυπά
και πέρδικες δεν ρίχνει κάτω ) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. λαγόκας, λαγός, νταφσάνι