λαδίκα
(ουσ. θηλ.)
λαδίκα
[laˈðika]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. λαδικό = δοχείο του λαδιού και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Τροποποιήθηκε: 11/12/2024