ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λάδι (ουσ. ουδ.) λάδι [ˈlaði] Μαλακ. λάδ' [lað] Ανακ., Δίλ., Σινασσ., Φλογ. λά’ι [ˈlai] Μισθ., Μπέηκ. λάdι [ˈladi] Αραβ. λάρι [ˈlari] Σίλ. λάρ' [lar] Αραβαν., Γούρδ. λάγ' [laʝ] Αξ., Ουλαγ. λάζ' [laz] Σεμέντρ. Γεν. Εν. λαγιού [laˈʝu] Αξ. λαϊού [laiˈu] Μισθ. Πληθ. λάια [ˈlaia] Μισθ. λάζια [ˈlazʝa] Σεμέντρ. Από το μεσν. ουσ. λάδιν < μεταγν. ἐλάδιον.
Το λάδι ελιάς αλλά κυρίως το λάδι από ρόκα, λινάρι κτλ. ό.π.τ. : Ένα νουντζά λά’ι (Μιά ουγγιά λάδι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Λαγιού ανgειό (Αγγείο λαδιού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πάιρνισ̑καν λάδι, παίρνισ̑καν κεριά και βγαίνισ̑καν σου Παναΐας το βουινί και ήφτισ̑καν λάδι, ήφτισ̑καν κανdήλια (Έπαιρναν λάδι, έπαιρναν κεριά και βγαίνανε στο βουνό της Παναγίας και άναβαν λάδι, άναβαν καντήλια) Ανακ. -Κωστ.Α. Άι Βαρβάρα, να σι ντώκουμ’ λάι, μανάλια τσ̑ι να μας λιαρώεις (Αγία Βαρβάρα, να σου δώσουμε λάδι, λαμπάδες και να μας κάνεις καλά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ιdρών' το λάδ' (Ιδρώνει το λάδι, δηλ. αρχίζει να ρέει στάγδην κατά την συμπίεση του πολτού στο μάγγανο) Φλογ. || Φρ. Ζεϊτουνιού λά’ι (Λάδι ελιάς˙ ελαιόλαδο) Μισθ. -Κοτσαν. Μπεζίρ λάγ’ (Λάδι από λιναρόσπορο˙ λινέλαιο) Αξ. -Μαυροχ. Λαϊού ντα μούτσ̑ις (Οι μπουκιές λαδιού˙ φαγητό που τρωγόταν κατά την νηστεία, από κομμάτια ψωμιού περιχυμένα με ζεστό νερό και λίγο σπορέλαιο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Λαϊού τσ̑ιρέτσ̑α (Λαδιού λυχνάρια˙ λαδολύχναρα με λινέλαιο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κανdηλιού τ’ το λάρ’ πλερώρη (Του καντηλιού του το λάδι τελείωσε˙ έφτασε στο τέλος της ζωής του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Τσεράτσα μου, τζι αν τζείσι τσι αν τζοιμάσι,
κόψ’ κουμμάτ’ λάδι, γήψι ντου φανάρι
(Kυρά μου, κι αν είσαι κι αν κοιμάσαι
πάρε λίγο λάδι, άναψε το φανάρι
(κάλαντα της Πρωτοχρονιάς))
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Συνών. άλειμμα :3, ζεϊτίνι :2