λακέρτα
(ουσ. θηλ.)
λακέρτα
[laˈcerta]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. λακέρτα, από το λατιν. lacerta. Πβ. και τουρκ. lakerda (ήδη από το 1488), δάν. από την ελλ.
Λακέρδα.