λακίζω
(ρ.)
λακίζω
[laˈcizo]
Σινασσ., Φλογ.
Αόρ.
λάκισα
[ˈlacisa]
Σινασσ.
λάκ'σα
[ˈlaksa]
Σινασσ., Φλογ.
Από το αρχ. ρ. λακίζω = ξεσχίζω, πβ. MAMA 1.286 «λακισθεὶς ὑπὸ λύκων» (Φρυγία») καθώς και το αρχ. ουσ. λάκισμα = α) ξεσκλίδι β) (μεσν.) κομμάτι σάρκας, πληγή.
1. Γεμίζω πληγές και ουλές
Σινασσ.