ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λακιρντί (ουσ. ουδ.) λακι̂ρντι̂́ [lakɯrˈdɯ] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ. λαχ̇ιρντί [laxirˈdi] Αξ. Πληθ. λακ̇ι̂ρντιά [lakɯrˈdʝa] Φερτάκ. λακ̇ι̂ρντι̂́για [lakɯrˈdɯʝa] Αξ., Ουλαγ. Νεότ. ουσ. λακιρντί (Mackridge 2021: 35), το οπ. από το τουρκ. ουσ. lakırdı =α) φλυαρία β) κουτσομπολιό.
Λόγος, λόγια ό.π.τ. : Χεβογιού ντα λακ̇ι̂ρντι̂́για (Τα λόγια του Θεού) Ουλαγ. -Κεσ. Γούλτω κι εσ̑ύ απ’ εκείνα, κι εγώ αζ γουλτώσω ασ' τα σον τα λακι̂ρντι̂́για (Γλύτωσε κι εσύ από εκείνα, κι εγώ ας γλυτώσω από τα δικά σου τα λόγια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μάνα, τ͑ι λακι̂ρντι̂́ 'ναι ετό τ’ αρκαdάσ̑α μ’ το λέν με; (Μάνα, τι λόγια είναι αυτά που μου λένε τα αδέλφια μου;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Nτο σ̑κυλί ντεν έπιασε ντα λάκ̇ι̂ρντιά τ' (Το σκυλί δεν επιασε τα λόγια της, δηλ. δεν έδωσε σημασία σε αυτά) Φερτάκ. -Dawk. Ούτε ένα λαχ̇ιρντί δεν είπεν ασ’ σο γλώσσα μας, ούλα Καθαρεύουσα (Ούτε μιά λέξη δεν είπε στη διάλεκτό μας, όλα Κοινή Νεοελληνική) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. γκελετζί, είπεμα, λάλημα, λάφι, λέγημα, συντυχιά, γκελέτζεμα