είπεμα
(ουσ. ουδ.)
είπεμα
[ˈipema]
Φάρασ.
Από το ρ. λέγω (θ. αορ. είπ-) και το παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -εμα.
Λόγος
Συνών.
γκελετζί, γκελέτζεμα, λακιρντί, λάλημα