ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εικοσαήμερος (επίθ.) Ουδ. εἰκοσ̑'μέρ'νου [ikoˈʒmernu] Μισθ. Από το αριθμ. είκοσι, όπου και τύπ. εἰκοσ̑’, και το ουσ. ημέρα, όπου και τύπ. γεν. (η)μερ'νού.
Το ουσ. ως ουσ., η χρονική περίοδος διάρκειας είκοσι ημερών Μισθ. : Ογώνα να πάου να σι φέρου απ’ ιτό του λερό, εικοσ̑μέρ'νου στράdα (Εγώ να πάω να σου φέρω αυτό νερό, μετά από δρόμο είκοσι ημερών) Μισθ. -Dawk.