εικονιστός
(επίθ.)
εικονιστός
[ikoniˈstos]
Ποτάμ.
Από το μεταγν. επίθ. εἰκονιστός = αυτός που μπορεί να απεικονιστεί.
Αυτός που περιέχει εικονίσματα
:
Οντάδια εικονιστά
(Δωμάτια με εικόνες)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ322