ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εϊλετώ (ρ.) εϊλετώ [eileˈto] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. eğlemek = α) καθυστερώ κάποιον β) παρηγορώ, διασκεδάζω κάποιον. Πβ. γλεντώ
Διασκεδάζω κάποιον Σίλ. : || Ασμ. Τουν Ανdώνη σου 'μείς εϊλετούμ' ντoυ, του Σάββα σου μουλλώνουμ' ντoυ (Τον Αντώνη σου εμείς τον διασκεδάζουμε, το Σάββα σου τον ησυχάζουμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γλεντιρτίζω