εϊλετώ
(ρ.)
εϊλετώ
[eileˈto]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. eğlemek = α) καθυστερώ κάποιον β) παρηγορώ, διασκεδάζω κάποιον.
Πβ.
γλεντώ
Διασκεδάζω κάποιον
Σίλ.
:
|| Ασμ.
Τουν Ανdώνη σου 'μείς εϊλετούμ' ντoυ, του Σάββα σου μουλλώνουμ' ντoυ
(Τον Αντώνη σου εμείς τον διασκεδάζουμε, το Σάββα σου τον ησυχάζουμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γλεντιρτίζω