γλεντιρτίζω
(ρ.)
εγιλενdι̂ρτίζω
[eʝilendɯrˈtizo]
Μαλακ.
Αόρ.
εγιλενdι̂́ρσα
[eʝilenˈdɯrsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. eğlendirmek (αόρ. eğlendirdi) = διασκεδάζω κάποιον, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.