γλυκός
(επίθ.)
γλυκός
[ɣliˈkos]
Σίλ.
γι̂λκό
[ɣɯlˈko]
Αξ.
γ̇υλτσύς
[ɣilˈtsis]
Μισθ.
γι̂λκύ
[ɣɯlˈci]
Αξ., Αραβαν.
γι̂λκύν
[ɣɯlˈcin]
Αξ.
γουλτσύ
[ɣulˈtsi]
Μισθ.
γλυκύν
[ɣliˈcin]
Αραβαν., Γούρδ.
γλυκύ
[ɣliˈci]
Αραβαν., Σίλ.
γλουτσύ
[ɣluˈtsi]
Μισθ.
γλυτσ̑ύ
[ɣliˈtʃi]
Μισθ., Φάρασ.
γλι̂τσύ
[ɣlɯˈtsi]
Μισθ.
γυλκύ
[ʝilˈci]
Ανακ., Γούρδ., Μισθ.
γ̇υλκύ
[ɣilˈci]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φάρασ.
qυλqύ
[qilˈqi]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
γλυτσα̈́
[ɣliˈtsæ]
Αφσάρ.
Από το αρχ. επίθ. γλυκύς. Το μεσν. γλυκός από το γλυκύς με μεταπλ. σε -ός κατά τα επίθ. σε -ός. Οι τύποι με γυλ- και γ̇υλ- με μετάθ. του /l/.
1. Γλυκός, αυτός που προκαλεί μιά από τις τέσσερις βασικές γεύσεις
ό.π.τ.
:
Γλυκύ χαραπά
(Γλυκό κολοκύθι)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
Του ποταμού τα ψάρα είνdι γλυτσα̈́
(Τα ποταμίσια ψάρια είναι γλυκά)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Άμα ρίφτεις τσι λίου σακιάρ απέσ', ούλα νιούdι γλυτσύ
(Αν ρίξεις λίγη ζάχαρη μέσα, όλα γλυκαίνουν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ποια 'νdι γυλτσ̑ά, ντα μήλα γιοχσά ντα μαράσ̑κηνα';
(Ποια είναι γλυκά, τα μήλα ή τα δαμάσκηνα;)
Μισθ.
-Φατ.
Γίνιξαμ' μούστο σα φσ̑άχα γιαΐ τσ̑όδουν γουλτσί
(Δίναμε μούστο στα μικρά παιδιά, επειδή ήταν γλυκός)
Μισθ.
-Κοτσαν.
«Ποίκι λίγο μαdούζ'», λέ', «Ας φάμ'. Ξέρεις τι γουλτσύ 'νι;», λέ', «Τι ωραίο 'νι;»
(«Κάνε λίγο μαντί», λέει, «Ας φάμε. Ξέρεις τι γλυκό είναι;», λέει, «Τι ωραίο είναι;»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αμ' πούα τα τσ̑αι 'γόρασ' λαΐκκο γλυτσ̑ύ γα, να φά’ το χαϊβανόκκο
(Πήγαινε πούλα τα και αγόρασε λίγο φρέσκο γάλα να φάει το ζωάκι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Γάλα γλυκύ
(Γλυκό γάλα˙ Φρέσκο νωπό γάλα (σε αντίθεση προς το ξινόγαλα ή το γιαούρτι))
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γυλκύ γάλα
(Γλυκό γάλα˙ το ίδιο)
Μισθ., Ανακ.
-ΙΛΝΕ
γ̇υλτσ̑ύ γάλα
(Γλυκό γάλα˙ Το ίδιο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γυλτσ̑ύ γα
(Γλυκό γάλα˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Dawk.
γ̇υλτσ̑ύ γάλατ' γαbάγια
(Κολοκύθια του γλυκού γάλακτος˙ είδος φαγητού από φρέσκα κολοκύθια που τα μαγείρευαν με λίπος και ἐρριχναν και γάλα μέσα για να γίνουν πιο νόστιμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γλυτσύ ας
(Γλυκό αλάτι˙ ορυκτό αλάτι)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ
Γλυτσ̑ύ σ̑οκ͑άρι
(Γλυκός (σαν) ζάχαρη˙ πάρα πολύ γλυκός)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Γλυτσ̑ύ μέλι
(Γλυκός (σαν) μέλι˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Συνών.
τατλούς
2. Μτφ., προσφιλής, αγαπητός, που προξενεί ευχαρίστηση, γλυκύτητα σε αυτόν που τον βλέπει, ακούει ή απολαμβάνει
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Ακούστην σευτύς ένα γλυτσύ λάλεμα σαν τραγούδι
(Ακούστηκε αμέσως μιά λαλιά γλυκιά σαν τραγούδι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ψάλλισ̑καν μ' ένα qυλqί χαβά
(Έψελναν με μιά γλυκιά μελωδία)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τo γι̂λκύν τ' γλώσσα
(Η γλυκιά η γλώσσα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Καχόουσι να φας, πιο γλυτσ̑ύ φαΐ τσόι· νηστικά ήδουμιστι για!
(Καθόσουν να φας, πιο γλυκό το φαΐ τότε· νηστικοί ήμασταν για!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γουλτσύ παιί, καλό φσ̑άχ' 'νι
(Γλυκό παιδί, καλό παιδί είναι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'πιδέ 'στέρου τό 'ργο σου νά 'ν γλυτσ̑ύ έργο
(Aπό εδώ και στο εξής το έργο σου να είναι γλυκό έργο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Το γλυτσ̑ύ η γουώσσα βγκάλ-λει το φίδι 'σ' το τρυπί
(Η γλυκιά γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα˙ Με τον καλό τον λόγο όλα γίνονται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Να 'ρτει κι η Σαρακοστή μας γλυτσύ και ο Μέγα Πάσκας γλυτσύ
(Να 'ρθει και η Σαρακοστή μας γλυκιά και το Μέγα Πάσχα γλυκό
(άσμ. της Σαρακοστής)) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Σήκω, εσύ, γλυκύ μ' παπά, να διεις τ' αρχονdικό σου (Σήκω (απ' τον αιώνιο ύπνο σου), εσύ, γλυκέ μου πατέρα, να δεις τ' αρχοντικό σου) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μουχαμπετλούς :1, μουχαμπετλούς :2, σεβγκιλί, χόσι :2
(άσμ. της Σαρακοστής)) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Σήκω, εσύ, γλυκύ μ' παπά, να διεις τ' αρχονdικό σου (Σήκω (απ' τον αιώνιο ύπνο σου), εσύ, γλυκέ μου πατέρα, να δεις τ' αρχοντικό σου) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μουχαμπετλούς :1, μουχαμπετλούς :2, σεβγκιλί, χόσι :2