ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γλυκός (επίθ.) γλυκός [ɣliˈkos] Σίλ. γι̂λκό [ɣɯlˈko] Αξ. γ̇υλτσύς [ɣilˈtsis] Μισθ. γι̂λκύ [ɣɯlˈci] Αξ., Αραβαν. γι̂λκύν [ɣɯlˈcin] Αξ. γουλτσύ [ɣulˈtsi] Μισθ. γλυκύν [ɣliˈcin] Αραβαν., Γούρδ. γλυκύ [ɣliˈci] Αραβαν., Σίλ. γλουτσύ [ɣluˈtsi] Μισθ. γλυτσ̑ύ [ɣliˈtʃi] Μισθ., Φάρασ. γλι̂τσύ [ɣlɯˈtsi] Μισθ. γυλκύ [ʝilˈci] Ανακ., Γούρδ., Μισθ. γ̇υλκύ [ɣilˈci] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φάρασ. qυλqύ [qilˈqi] Μαλακ., Φλογ. Πληθ. γλυτσα̈́ [ɣliˈtsæ] Αφσάρ. Από το αρχ. επίθ. γλυκύς. Το μεσν. γλυκός από το γλυκύς με μεταπλ. σε -ός κατά τα επίθ. σε -ός. Οι τύποι με γυλ- και γ̇υλ- με μετάθ. του /l/.
1. Γλυκός, αυτός που προκαλεί μιά από τις τέσσερις βασικές γεύσεις ό.π.τ. : Γλυκύ χαραπά (Γλυκό κολοκύθι) Αραβαν. -ΙΛΝΕ Του ποταμού τα ψάρα είνdι γλυτσα̈́ (Τα ποταμίσια ψάρια είναι γλυκά) Αφσάρ. -Αναστασ. Άμα ρίφτεις τσι λίου σακιάρ απέσ', ούλα νιούdι γλυτσύ (Αν ρίξεις λίγη ζάχαρη μέσα, όλα γλυκαίνουν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ποια 'νdι γυλτσ̑ά, ντα μήλα γιοχσά ντα μαράσ̑κηνα'; (Ποια είναι γλυκά, τα μήλα ή τα δαμάσκηνα;) Μισθ. -Φατ. Γίνιξαμ' μούστο σα φσ̑άχα γιαΐ τσ̑όδουν γουλτσί (Δίναμε μούστο στα μικρά παιδιά, επειδή ήταν γλυκός) Μισθ. -Κοτσαν. «Ποίκι λίγο μαdούζ'», λέ', «Ας φάμ'. Ξέρεις τι γουλτσύ 'νι;», λέ', «Τι ωραίο 'νι;» («Κάνε λίγο μαντί», λέει, «Ας φάμε. Ξέρεις τι γλυκό είναι;», λέει, «Τι ωραίο είναι;») Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αμ' πούα τα τσ̑αι 'γόρασ' λαΐκκο γλυτσ̑ύ γα, να φά’ το χαϊβανόκκο (Πήγαινε πούλα τα και αγόρασε λίγο φρέσκο γάλα να φάει το ζωάκι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Γάλα γλυκύ (Γλυκό γάλα˙ Φρέσκο νωπό γάλα (σε αντίθεση προς το ξινόγαλα ή το γιαούρτι)) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γυλκύ γάλα (Γλυκό γάλα˙ το ίδιο) Μισθ., Ανακ. -ΙΛΝΕ γ̇υλτσ̑ύ γάλα (Γλυκό γάλα˙ Το ίδιο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γυλτσ̑ύ γα (Γλυκό γάλα˙ το ίδιο) Φάρασ. -Dawk. γ̇υλτσ̑ύ γάλατ' γαbάγια (Κολοκύθια του γλυκού γάλακτος˙ είδος φαγητού από φρέσκα κολοκύθια που τα μαγείρευαν με λίπος και ἐρριχναν και γάλα μέσα για να γίνουν πιο νόστιμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γλυτσύ ας (Γλυκό αλάτι˙ ορυκτό αλάτι) Φάρασ. -ΙΛΝΕ Γλυτσ̑ύ σ̑οκ͑άρι (Γλυκός (σαν) ζάχαρη˙ πάρα πολύ γλυκός) Φάρασ. -Αναστασ. Γλυτσ̑ύ μέλι (Γλυκός (σαν) μέλι˙ το ίδιο) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. τατλούς
2. Μτφ., προσφιλής, αγαπητός, που προξενεί ευχαρίστηση, γλυκύτητα σε αυτόν που τον βλέπει, ακούει ή απολαμβάνει Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Ακούστην σευτύς ένα γλυτσύ λάλεμα σαν τραγούδι (Ακούστηκε αμέσως μιά λαλιά γλυκιά σαν τραγούδι) Σινασσ. -Αρχέλ. Ψάλλισ̑καν μ' ένα qυλqί χαβά (Έψελναν με μιά γλυκιά μελωδία) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Τo γι̂λκύν τ' γλώσσα (Η γλυκιά η γλώσσα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Καχόουσι να φας, πιο γλυτσ̑ύ φαΐ τσόι· νηστικά ήδουμιστι για! (Καθόσουν να φας, πιο γλυκό το φαΐ τότε· νηστικοί ήμασταν για!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γουλτσύ παιί, καλό φσ̑άχ' 'νι (Γλυκό παιδί, καλό παιδί είναι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'πιδέ 'στέρου τό 'ργο σου νά 'ν γλυτσ̑ύ έργο (Aπό εδώ και στο εξής το έργο σου να είναι γλυκό έργο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Το γλυτσ̑ύ η γουώσσα βγκάλ-λει το φίδι 'σ' το τρυπί (Η γλυκιά γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα˙ Με τον καλό τον λόγο όλα γίνονται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Να 'ρτει κι η Σαρακοστή μας γλυτσύ και ο Μέγα Πάσκας γλυτσύ (Να 'ρθει και η Σαρακοστή μας γλυκιά και το Μέγα Πάσχα γλυκό
(άσμ. της Σαρακοστής))
Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142
Σήκω, εσύ, γλυκύ μ' παπά, να διεις τ' αρχονdικό σου (Σήκω (απ' τον αιώνιο ύπνο σου), εσύ, γλυκέ μου πατέρα, να δεις τ' αρχοντικό σου) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μουχαμπετλούς :1, μουχαμπετλούς :2, σεβγκιλί, χόσι :2