ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεβγκιλί (επίθ.) σεβγκιλί [sevɟi'li] Ουλαγ. σεβγκίλι [sevˈɟili] Φερτάκ. σεβγκϋλΰ [sevɟyˈly] Αραβαν. σέβγουλου [ˈsevɣulu] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. sevgili = αγαπητός. Πβ. νεότ. σεβγκουλής.
Αγαπητός, προσφιλής ό.π.τ. : «Γιάβρου μ' ένα σ̑έι ντε κρέβω, απ' εκείνο ντο σεβγκιλί σας το φσ̑άχ' κρέω λίο κιριάς να φόω» («παιδί μου τίποτε δε θέλω, από εκείνο το αγαπητό σας το παιδί θέλω λίγο κρέας να φάω») Ουλαγ. -Κεσ. Σεβγκίλι μου, τρανάς το, ήλτε το σαχάτ͑ι μ' (Αγαπημένη μου το βλέπεις, ήρθε η ώρα μου) Φερτάκ. -Thumb || Φρ. Που να φας ντου σέβγουλου σ’ (Που να φας τον αγαπημένο σου˙ αρά) Μισθ. -Κωστ.Μ.