ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεβντώ (ρ.) σεβντού [sev'du] Ουλαγ. σεβινdώ [sevin'da] Σίλ., Φλογ. Παρατατ. σέβντινισ̑γκα ['sevdiniʃga] Ουλαγ. Αόρ. σέβ'σα [ˈsevsa] Σεμέντρ. Από το τουρκ. ρ. sevmek = αγαπώ.
1. Αγαπώ ερωτικά Ουλαγ., Σεμέντρ. : Το κορίτσ̑ι σ' σεβντά γιουρούκ (η κόρη σου αγαπά τον αλήτη) Ουλαγ. -Dawk. Πολύ ντο σέβντινισ̑γκε (τον αγαπούσε πολύ) Ουλαγ. -Dawk. Σόγνανταν σέβσεν ντο, πήρεν ντο (Ύστερα την αγάπησε, την παντρεύτηκε) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283
2. Μένω ευχαριστημένος Σίλ., Φλογ. : qουγιουμτζ̑ής σεβινdά πολύ, ότσ̑ι qαζάνdζ̑ησι πολύ παρά (ο χρυσοχόος είναι πολύ ευχαριστημένος που κέρδισε τόσα πολλά λεφτά) Σίλ. -Dawk.
Συνών. αγαπώ