σεζιντώ
(ρ.)
σεζιντώ
[sezinˈdo]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. sezinmek = διαβλέπω κάτι πριν συμβεί (THADS, λ. sezinmek).
Διαβλέπω
Τροποποιήθηκε: 24/06/2025