σεϊράκια
(επίρρ.)
σεϊράτσ̑α
[seiˈratʃa]
Μισθ.
Από το επίθ. σεϊρέκ, όπου και τύπ. σεϊράτσ̑ι, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Αραιά
:
|| Φρ.
Σπέρου σεϊράτσ̑'
(Σπέρνω αραιά˙ Κάνω σπορά χρησιμοποιώντας λίγο σπόρο )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αντίθ
σίχα